άλκαλι — το χημ. συνοπτική ονομασία κυρίως τών μετάλλων τών αλκαλίων (Li, Na, Κ, Cs, Rb, Fr), αλλά και τών υδροξειδίων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος. πρβλ. αγγλ. alkali, < γαλλ. alkali < αραβ. al galīy «τέφρα τών φυτών σαλσόλα και σαλικορνία» < galay… … Dictionary of Greek
αλόφιλα ή αλόφυτα — Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα… … Dictionary of Greek
στέπα — Παλιά γραφή της λέξης στέππα. Κοινωνία ποωδών φυτών, διαδομένη στις θερμές (ειδικά υποτροπικές) εύκρατες και ψυχρές περιοχές, που έχουν λίγες βροχές. Ο όρος προέρχεται από το ρωσικό stepii, που σημαίνει έρημος, με την έννοια του εδάφους που δεν… … Dictionary of Greek